Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
γεγονός — Είναι η πράξη, το συμβάν, επίσης η πραγματικότητα, η αλήθεια. (Φυσ.) Θεμελιώδης έννοια της φυσικής. Ένα γ. καθορίζεται όχι μόνο από τη θέση αλλά και από τον χρόνο που συνέβη. Μερικά παραδείγματα γ. είναι η εκπομπή σωματίων ή φωτεινών λάμψεων… … Dictionary of Greek
γωλεός — γωλεός, ο (Α) τρύπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το γωλεός συνδέεται με τα λιθ. guōlis, λεττ. guol’a «κατάλυμα, κρησφύγετο, φωλιά», ενώ αμφισβητείται η αναγωγή στη ρίζα *geu «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρβλ. γύαλον). Εξάλλου δεν έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια αν και … Dictionary of Greek
δεισιδαιμονία — Ο φόβος προς τους δαίμονες (θεούς), η θεοσέβεια· ο φόβος για τις υπερφυσικές δυνάμεις· ο φόβος για τα πονηρά δαιμόνια. Η ύπαρξη δ. είναι συνυφασμένη κυρίως με τις πρώτες φάσεις της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου. Ανάγεται στη συναίσθηση της… … Dictionary of Greek